- γκεζερίζω
- γκεζερίζω και γκεζερώ γκεζέρισα (λ. τουρκ.), περιπλανιέμαι άσκοπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκεζερίζω — και γκεζερώ και γκιζερίζω περιπλανώμαι, γυρίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gezi «περίπατος»] … Dictionary of Greek